- Ἱέρωνος
- Ἱέρωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νύμφος — νύμφος, ὁ (Α) [νύμφη] 1. συν. στον πληθ. οἱ νύμφοι τάξη νεανίσκων που υπηρετούσαν στην αυλή τού Ιέρωνος, τυράννου τής Σικελίας 2. βαθμός μύησης στα μυστήρια τού Μίθρα … Dictionary of Greek
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
φερένικος — ον, Α 1. νικηφόρος 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Φερένικος όνομα αλόγου τού Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + νικος (< νίκη), πρβλ. φιλό νικος] … Dictionary of Greek